ἀρχιέρεως

ἀρχιέρεως
ἀρχιέρεω̆ς , ἀρχιέρεως
arch-priest
masc acc pl (attic epic ionic)
ἀρχιέρεω̆ς , ἀρχιέρεως
arch-priest
masc nom sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀρχιερέως — ἀρχιερέω̆ς , ἀρχιερεύς arch priest gen sg (ionic) ἀρχιερέω̆ς , ἀρχιερεύς arch priest masc gen sg (ionic) ἀρχιερεύς arch priest masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιερέων — ἀρχιέρεως arch priest masc gen pl (attic epic ionic) ἀρχιερεύς arch priest masc gen pl ἀρχιερέω̆ν , ἀρχιερεύς arch priest masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • архиѥрѣѥвъ — (6) пр. к архиѥрѣи: ѥгда на Персѩны оумыслихъ воиноу и не дерзовахъ, зане многа сила ихъ, и ˫авимисѩ въ снѣ ѡбразомь симь архиѥрѣѥвомь || б҃ъ и дерзати ми повелѣ и на поспѣшьствиѥ прити (τοῦ ἀρχ ιερέως) ΓΑ XIII XIV, 29а б; анг҃лъ г(с)нь || ре(ч)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Μουσείο, Εκκλησιαστικό Εκατονταπυλιανής Πάρου — Η εκκλησία της Εκατονταπυλιανής (ονομασία που πήρε από τις εκατό πύλες που, σύμφωνα με την παράδοση, είχε) ή Καταπολιανής (που σημαίνει κατά την πόλη, δηλαδή προς το μέρος της αρχαίας πόλης) θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της… …   Dictionary of Greek

  • ἀρχιέρεῳ — ἀρχιέρεῳ̆ , ἀρχιέρεως arch priest masc nom pl (attic epic ionic) ἀρχιέρεῳ̆ , ἀρχιέρεως arch priest masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Variantes textuelles du Nouveau Testament — Les variantes textuelles sont les altérations d’un texte qui surviennent par propagation des erreurs (intentionnelles ou accidentelles) des copistes. Ces altérations peuvent être la suppression ou la répétition d’un mot, ce qui arrive lorsque… …   Wikipédia en Français

  • έκκλητος — η, ο (AM ἔκκλητος, ον) ο άξιος χλευασμού ή διασυρμού μσν. νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η έκκλητος η έφεση κληρικού ή μοναχού εναντίον αποφάσεως κατώτερων εκκλησιαστικών δικαστηρίων 2. το ουδ. ως ουσ. το έκκλητον το δικαίωμα αρχιερέως ή ανώτερου… …   Dictionary of Greek

  • αγιοσύνη — η (AM ἁγιωσύνη) 1. αγιότητα, ιερότητα 2. (ως προσφώνηση αρχιερέως και ιερέως) «η αγιοσύνη σου». μσν. η αγνότητα (ως μια από τις αρετές που συνθέτουν την αγιοσύνη). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅγιος + παραγ. κατάλ. σύνη] …   Dictionary of Greek

  • εγκόλπιος — α, ο (AM ἐγκόλπιος, ον) 1. αυτός που φέρεται ή τοποθετείται στο στήθος («εγκόλπιος σταυρός») 2. το ουδ. ως ουσ. οποιοδήποτε κόσμημα ή διακριτικό φέρεται στο στήθος κρεμασμένο με αλυσίδα από τον λαιμό μσν. νεοελλ. α) το επιστήθιο τού επισκόπου (με …   Dictionary of Greek

  • πέτρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. και της Δυτ. Oρθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους δώδεκα Απόστολους, τιμώμενος ως μια από τις μεγαλύτερες μορφές του χριστιανισμού. Το αρχικό όνομά του, που αλλάχτηκε από τον Ιησού σε Κηφά (πέτρα), ήταν Σίμων· γιος του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”